Οθωμανική Αυτοκρατορία
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στην ακμή της, το 1683
Πρωτεύουσα
Προύσα (1299-1453)
Κωνσταντινούπολη (1453-1922)
Γλώσσες Οθωμανική τουρκική
Θρησκεία Ισλαμισμός (επίσημη)
Πολίτευμα
Αυτοκρατορική
Απόλυτη Μοναρχία
Σουλτάνος
- 1281–1326 Οσμάν Α' (πρώτος)
- 1918–1922 Μεχμέτ ΣΤ' (τελευταίος)
Ιστορία
- Ίδρυση 1 Μαρτίου 1299
- Ανακήρυξη της Τούρκικης Δημοκρατίας 26 Φεβρουαρίου 1922
Πληθυσμός
- εκτ. 40 εκατομμύρια
Νόμισμα Ακτσές, Κουρούς (Γρόσια), Λίρα
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, γνωστή και ως Υψηλή Πύλη (τουρκ. Osmanlı İmparatorluğu) ήταν αχανές κράτος που ιδρύθηκε τον ύστερο 13ο αιώνα από τουρκικά φύλα στη Μικρά Ασία και κυβερνήθηκε από τους απογόνους του Οσμάν Α' μέχρι την κατάλυσή της το 1918. Η σύγχρονη Τουρκία είναι μόνον ένα τμήμα της ιστορικής οθωμανικής αυτοκρατορίας παρόλο που οι όροι Τουρκία και Οθωμανική αυτοκρατορία χρησιμοποιούνται εναλλακτικά για να χαρακτηρίσουν μία από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες αυτοκρατορίες της σύγχρονης ιστορίας. Διείσδυσε στην ευρωπαϊκή ήπειρο μετά από μια μακρά περίοδο απουσίας του Ισλάμ από την Ευρώπη (8ος αιώνας - εισβολή των Μαυριτανών στην Ισπανία).
Η οθωμανική αυτοκρατορία διήρκεσε μέχρι τον 20ο αιώνα. Παρόλο που οι ιστορικοί μιλούν για αυτοκρατορίες με όρους ανάπτυξης και παρακμής, οι Οθωμανοί παρέμειναν στρατιωτικά υπολογίσιμοι έως τη διάσπαση της αυτοκρατορίας, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Το πραγματικό τέλος της οθωμανικής κουλτούρας ήρθε με την εκκοσμίκευση της Τουρκίας μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα διακυβέρνησης. Η μετάβαση στο κοσμικό κράτος δεν ήταν εύκολη και οι επιπτώσεις της είναι ακόμη ορατές στη σύγχρονη τουρκική κοινωνία.
Προέλευση
Το οθωμανικό κράτος ήταν αρχικά ένα από τα πολλά μικρά κρατίδια που προέκυψαν στη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια και μετά την κατάρρευση του κράτους των Σελτζούκων Τούρκων, στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα. Το όνομά του προέρχεται από τον Οσμάν (ή Οθμάν), ιδρυτή της φερώνυμης δυναστείας των Οσμανλιδών, ή Οθωμανών, όπως είναι ευρύτερα γνωστή. Οι Οθωμανοί άρχισαν σταδιακά να απορροφούν τα άλλα κρατίδια και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μωάμεθ Β΄ (1451-81) υπερσκέλισαν όλες τις άλλες τοπικές τουρκικές δυναστείες. Η πρώιμη οθωμανική επέκταση υπό τους Οσμάν Α', Ορχάν, Μουράτ Α' και Βαγιαζήτ Α΄ έγινε εις βάρος της βυζαντινής αυτοκρατορίας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Η Προύσα (σημερινή Μπούρσα) έπεσε το 1326 και η Αδριανούπολη (σημερινό Εντίρνε) το 1361, γενόμενες με τη σειρά τους πρωτεύουσες της αυτοκρατορίας. Οι μεγάλες οθωμανικές νίκες του Κοσσυφοπεδίου (1389) και της Νικόπολης (1396) έθεσαν τμήματα της βαλκανικής χερσονήσου υπό οθωμανικό έλεγχο και αφύπνισαν την Ευρώπη για τον εξ Ανατολών κίνδυνο. Το 1394 ο Βαγιαζήτ Α' ξεκίνησε μακροχρόνια πολιορκία στην Κωνσταντινούπολη, η οποία, με μικρά διαλείμματα, ουσιαστικά διήρκεσε ως το 1401, έτος που ο στρατός του τουρκομογγόλου κατακτητή Ταμερλάνου εμφανίστηκε στα ανατολικά σύνορα του οθωμανικού κράτους. Την επόμενη χρονιά (1402) ο οθωμανικός στρατός συνετρίβη από τον Ταμερλάνο, και ο Βαγιαζήτ αιχμαλωτίστηκε και πέθανε στη φυλακή. Η συντριπτική ήττα που υπέστησαν οι Οθωμανοί ανέκοψε για κάποιο διάστημα τη γρήγορη άνοδο και επέκταση της οθωμανικής επικράτειας.
Οργάνωση της αυτοκρατορίας
Οικονομικά, κοινωνικά και στρατιωτικά η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ένα μεσαιωνικό κράτος, που παρέμεινε ανεπηρέαστο από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Η οργάνωση του κράτους βασιζόταν στην περίοδο ακμής της στο τιμαριακό σύστημα. Εκτός από τον κύριο κορμό της αυτοκρατορίας, υπήρχαν και υποτελή στον Σουλτάνο κράτη, τα οποία όμως διατηρούσαν το δικό τους σύστημα διοίκησης. Η οθωμανική κυριαρχία στην βόρεια Αφρική πέραν της Τρίπολης και της Αιγύπτου δεν ήταν ποτέ ξεκαθαρισμένη ή αποτελεσματική. Τα ανατολικά της σύνορα ήταν ασταθή και μεταβάλλονταν γοργά σύμφωνα με την έκβαση των συχνών πολέμων με την Περσία, ενώ από τα υποτελή κράτη μόνον οι χαν της Κριμαίας ήταν γενικά πιστοί.
Επικεφαλής και απόλυτος άρχων ήταν ο Σουλτάνος. Ρόλο πρωθυπουργού είχε ο Μεγάλος Βεζίρης, ενώ συμβουλευτικό ρόλο είχε το αυτοκρατορικό Διβάνι. Το Διβάνι ήταν συμβούλιο, στο οποίο προήδρευε ο Μεγάλος Βεζίρης και στο οποίο δε συμμετείχε ο Σουλτάνος -παρακολουθούσε όμως ενίοτε τις συνεδριάσεις του από άλλο δωμάτιο του ανακτόρου πίσω από μια κουρτίνα. Τυπικά ούτε ο Μεγάλος Βεζίρης ούτε το Διβάνι μπορούσαν να αντιταχθούν στη βούληση του Σουλτάνου, η επιρροή τους όμως στη λήψη αποφάσεων ήταν πολύ μεγάλη. Ειδικά την περίοδο της παρακμής της Αυτοκρατορίας τον κύριο λόγο είχε ο Μεγάλος Βεζίρης, ο οποίος όμως πάλι λόγω της γενικότερης αστάθειας μπορεί και να αντικαθίστατο μετά από λίγους μήνες.
Οθωμανική αυτοκρατορία 1481-1683
Το Παλάτι και η "Πόρτα"
Λόγω των σημαντικών διαφορών που έχει η δομή και η οργάνωση του Οθωμανικού κράτους από τα δυτικά κράτη της εποχής, από μελετητές κρίθηκε χρήσιμη ως μονάδα ανάλυσης το οθωμανικό "νοικοκυρό", και κυρίως αυτό του σουλτάνου και των υψηλών αξιωματούχων. Αυτό ήταν η βασική μονάδα οργάνωσης της Οθωμανικής κοινωνίας και περιείχε όλα τα στοιχεία που απαιτούνταν για τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Από εκεί επήγαζαν τα στελέχη που τοποθετούνταν στις επαρχίες και στις διάφορες Υπηρεσίες του κράτους. Τα στελέχη, στις νέες τους θέσεις, αναπαρήγαγαν τη βασική μονάδα εξουσίας φιάχνοντας τα δικά τους "παλάτια"/νοικοκυριά. Αυτά τα Οθωμανικά νοικοκυριά αποτελούντο από μερικές εκατοντάδες έως μερικές χιλιάδες άτομα, ανάλογα με την εποχή και με την ισχύ του άρχοντα. Τα άτομα του νοικοκυριού ήταν διάφορης προέλευσης και τάξης, όπως οι συγγενείς του άρχοντα, υπηρέτες και δούλοι, στρατιώτες, γεωργοί, σύζυγοι και υπηρέτριες των συζύγων (χαρέμι) κ.ά. Τα κτίρια ενός μεγάλου νοικοκυριού περιλάμβαναν ένα μεγάλο κτίριο για τον άρχοντα και το χαρέμι του, λουτρά, αίθουσα του καφέ, κελάρι, χώρους διαμονής για το προσωπικό, κήπο κτλ. Ο οθωμανικός όρος για το νοικοκυριό ήταν το bab ("πόρτα") που περιλάμβανε τις έννοιες του δημόσιου και του ιδιωτικού, το επίσημου/κρατικού και το οικιακού. Το βασιλικό Παλάτι ονομαζόταν bab-i humayun ("βασιλική πύλη") που κατά λέξη σήμαινε την κύρια πύλη του ανακτόρου. Σ' αυτό συγκεντρώνονταν όλες οι διοικητικές λειτουργίες του σουλτάνου. Από εκεί προέρχονταν και οι διάφορες άλλες "πόρτες" των υψηλών στελεχών του κράτους που επίσης ονομάζονταν "bab". Π.χ. υπήρχε η πόρτα των οικονομικών (bab-i defteri), του πολέμου (bab-i seraskeri) και της θρησκείας (bab-i mesihat). Από τον 18ο και 19ου αι. η πόρτα του μεγάλου βεζύρη επεκτάθηκε περιλαμβάνοντας άλλες κυβερνητικές μονάδες, όπως τα υπουργεία εσωτερικών και εξωτερικών.
Το Παλάτι μπορεί να διαχωριστεί σε έναν εσωτερικό και έναν εξωτερικό κύκλο ατόμων. Στο άμεσο περιβάλλον του σουλτάνου περιλαμβάνονταν άτομα που προέρχονταν από το μερίδιό του από αιχμαλώτους πολέμου, δώρα (ανθρώπους), αγορασμένους σκλάβους, γιούς των τοπικών αρχόντων που κρατούνταν ως όμηροι, και παιδιά χριστιανών που εξισλαμίζονταν. Το σχετικό ποσοστό των χριστιανών που στρατολογούνταν με το παιδομάζωμα ήταν ιδιαίτερα υψηλό κατά τους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας. Από αυτούς οι επίλεκτοι έμεναν στο παλάτι και οι υπόλοιποι διαμοιράζονταν σε αγρότες και από εκεί κατατάσσονταν στους γενιτσάρους.
Τα άτομα του παλατιού εκπαιδεύονταν με κύριο στόχο την αναπαραγωγή της κοινωνικής ταυτότητας και την υπακοή στον σουλτάνο. Ευνούχοι επέβλεπαν και τηρούσαν το προσωπικό σε αυστηρή πειθαρχία. Όταν συμπληρωνόταν η εκπαίδευση, οι εκπαιδευμένοι τοποθετούνταν στις διάφορες διοικητικές θέσεις. Από τις γυναίκες του παλατιού (οι περισσότερες των οποίων έκαναν ελάσσονος σημασίας οικιακές δουλειές) ορίζονταν οι σύζυγοι των διαφόρων αξιωματούχων που τοποθετούνταν στις κρατικές θέσεις. Αυτοί προικίζονταν με εκατοντάδες σκλάβους και υπηρέτες. Έτσι, συμβολικά ο σουλτάνος συγκέντρωνε και το ανθρώπινο δυναμικό της αυτοκρατορίας στο παλάτι του. Μεγάλη σημασία για την ταυτότητα και την εξέλιξη του κάθε μέλους του παλατιού είχαν οι προσωπικές σχέσεις του με την ιεραρχία της εποπτείας ("πατρονάρισμα") που ασκείτο μέσα στο παλάτι. Η δομή αυτή διαμορφωνόταν και διατηρούνταν και με την ανταλλαγή δώρων και σκλάβων. Ο κορυφαίος πάτρων ήταν ο σουλτάνος και το κύρος του εξαρτάτο από την προσωπική επιβολή που είχε στα πρόσωπα του παλατιού. Αυτό το σύστημα έδινε μεν στον σουλτάνο το πλεονέκτημα της απόλυτης εξουσίας, ταυτόχρονα όμως τον έκανε να εξαρτάται από ένα δίκτυο πληροφόρησης για τα συμβαίνοντα μέσα στο παλάτι. Έτσι, διάφορα άτομα και ομάδες αποκτούσαν υπερβολική εξουσία και παρενέβαιναν στο σύστημα διακυβέρνησης. Το μόνο αποτελεσματικό μέσο για να βγάλει ο σουλτάνος αυτά τα άτομα από το σύστημα της εξουσίας ήταν η εκτέλεση.
Σύμφωνα με το ανωτέρω σύστημα ανάλυσης, εμπλέκεται η σφαίρα του δημόσιου με του ιδιωτικού, της οικογένειας με την κυβέρνηση, του ηγέτη με του υπηκόου, με έναν τρόπο που δεν μπορούν να συλλάβουν έννοιες όπως "φεουδαρχικό" ή "πατρογονικό". Το οθωμανικό νοικοκυριό δεν είναι ούτε θεσμός, ούτε κρατικός οργανισμός, ούτε οικογενειακός οργανισμός. Είναι μια κατασκευή που αποτελείται από διάφορες κοινωνικές λειτουργίες και ομάδες και ενώνει τον σουλτάνο και τους αξιωματούχους με τις οικογένειές τους, τους σκλάβους, τους υπουργούς και τους χειρώνακτες. Αναπαράγει τον εαυτό του μέσω ενός συνδυασμού υλικού και πολιτισμικού κεφαλαίου. Μέσα σ' αυτό, κοινωνικοί δεσμοί, γνώση και ικανότητες είναι το ίδιο σημαντικές με τη γη, την εργασία και το κεφάλαιο. Η αναπαραγωγή του οθωμανικού νοικοκυριού σαν κύρια οργανική μονάδα, είναι υπεύθυνο τόσο για την επιτυχημένη αναπαραγωγή της αυτοκρατορίας όσο και για την διάλυσή της.
Οι ίδιοι οι σουλτάνοι είχαν βυθιστεί στην νωθρότητα και τη διαφθορά. Έως την άνοδο στο θρόνο (1603) του Αχμέτ Α', για τη διαδοχή συναγωνίζονταν όλοι οι γιοι του σουλτάνου και ήταν πατριωτικό καθήκον του νικητή να σκοτώσει όλους τους ανταγωνιστές του, προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη. Παρόλο που η συγκεκριμένη πρακτική φαίνεται πιθανώς βάρβαρη, ήταν αποτελεσματική σε ό,τι αφορούσε τουλάχιστον τις εσωτερικές έριδες. Όταν σταμάτησε, δημιουργήθηκαν άλλα προβλήματα. Ο μεγαλύτερος γιος αναγνωριζόταν ως διάδοχος, αλλά για να μην υπάρξει οποιαδήποτε απειλή στο πρόσωπο του σουλτάνου ο αυτοκρατορικός πρίγκιπας απαρνείτο την παραμικρή ανάμειξη στα δημόσια πράγματα και στην πραγματικότητα κρατείτο φυλακισμένος στα πολυτελή του δώματα. Όταν τελικά ο πρίγκιπας ανερχόταν στον θρόνο ήταν συχνά αλκοολικός ή σχιζοφρενής.
Η πραγματική διακυβέρνηση στην οθωμανική αυτοκρατορία ασκείτο συνήθως από τους μεγάλους βεζύρηδες, πολλοί από τους οποίους ήταν ικανοί άνδρες και οι ίδιοι οι σουλτάνοι ήταν συχνά δημιουργήματα των Γενίτσαρων, η εύνοια των οποίων εξαγοραζόταν με μεγάλα δώρα κατά την ανάρρηση του σουλτάνου. Μια από τις πλέον αρνητικές όψεις της αυλής της Κωνσταντινούπολης (γνωστή επίσης ως Υψηλή Πύλη) ήταν η διαφθορά και οι δωροδοκίες τις οποίες οι διοικητικοί παράγοντες ανήγαγαν σε διαχειριστικό καθεστώς. Οι Πασάδες και οι Οσποδάροι που διηύθυναν τις επαρχίες και τα υποτελή κράτη εξαγόραζαν τις θέσεις τους σε υπέρογκες τιμές και κατόπιν έκαναν περιουσίες επιβαρύνοντας με ακόμη μεγαλύτερες φορολογίες τους υπηκόους τους. Με αυτόν τον τρόπο οι αγροτικοί πληθυσμοί περιήλθαν σε μεγάλη εξαθλίωση.
Ειδικά κατά την περίοδο παρακμής του κράτους (μετά τα τέλη του 16ου αι.) συνέβη και εκφυλισμός της γραφειοκρατίας και υπέρμετρη αύξηση των κρατικών αξιωματούχων. Αυτοί αποστέλλονταν στις επαρχίες για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, όπου επιχειρούσαν να πλουτίσουν σε βάρος των ντόπιων πληθυσμών. Τα αξιώματα αυτά (μανσούπια) πωλούνταν από το κράτος και τα έσοδα εισέρρεαν στο κρατικό ταμείο. Οι αγοραστές πλήρωναν με παραχαραγμένα ή ελλιποβαρή νομίσματα με τα οποία άλλωστε γίνονταν και οι περισσότερες συναλλαγές. Στη συνέχεια παράγοντες του σαραγιού αντάλλασσαν αυτά τα νομίσματα με ισχυρότερα ευρωπαϊκά νομίσματα μέσω αργυραμοιβών ή Ευρωπαίων εμπόρων. Έτσι τα πραγματικά έσοδα του κράτους μειώνονταν λόγω αυτής της μεσολάβησης. Λόγω του πληθωρισμού αξιωματούχων οι ραγιάδες δυσκολεύονταν να διακρίνουν αξιώματα και βαθμούς της κρατικής εξουσίας. Στην πορεία του κράτους προς την παρακμή οι διοικητικές λειτουργίες απορροφήθηκαν από τη φοροείσπραξη και ακόμα και οι στρατιωτικές (και κυρίως οι παραστρατιωτικές) υπηρεσίες χρησιμοποιούνταν κυρίως για την απόσπαση φόρων από τους ραγιάδες. Στο μικροδιοικητικό επίπεδο η είσπραξη φόρων είχε γίνει αυτοσκοπός του κρατικού μηχανισμού.
Η ανεκτικότητα
Σε μέρος της βιβλιογραφίας διατυπώνεται η άποψη ότι η οθωμανική διοίκηση είχε γενικά ανεκτική στάση προς τους μη μουσουλμανικούς λαούς, πρακτική όμως που δεν εμπόδισε τις κοινωνικές διακρίσεις και τις πρακτικές του εξανδραποδισμού. Στην Κωνσταντινούπολη οι Έλληνες Φαναριώτες κατά κύριο λόγο και οι Αρμένιοι κατόπιν είχαν μεγάλα προνόμια και ασκούσαν μεγάλη επιρροή σε θέματα πολιτικής και εμπορίου ενώ στον ελλαδικό χώρο προεστοί που κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης και προνόμια, οι λεγόμενοι Κεφαλάδες. Ορισμένοι συγγραφείς των αρχών του 21ου αιώνα θεωρούν ότι ο μύθος της ανεκτικής οθωμανικής διοίκησης κατασκευάστηκε αρχικά τον 19ο αιώνα από τη Βρετανία για πολιτικούς λόγους, και κυρίως για να μη διαταραχθεί η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη προς όφελος της Ρωσίας. Στον 20ο και τον 21ο αιώνα ακόμα και χριστιανοί διανοούμενοι στήριξαν αυτόν τον μύθο (επεκτείνοντάς τον γενικότερα στο ισλαμικό σύστημα) για θρησκευτικούς λόγους. Δηλαδή, θεώρησαν ότι "χριστιανισμός και ισλάμ είτε θα σταθούν είτε θα πέσουν μαζί".
Κατά την οθωμανολόγο ιστορικό Karen Barkey, η ανοχή σε σχέση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία αναφέρεται στην μη δίωξη των ανθρώπων και όχι στην αποδοχή τους στην κοινωνία ως πλήρη και καλοδεχούμενα μέλη. Οι Οθωμανοί ανέχονταν τους μη-μουσουλμάνους, τους μη-σουνίτες-μουσουλμάνους και τους μη-Τούρκους στο βαθμό που αυτοί δεν έρχονταν σε αντίθεση με την σουνιτική-ισλαμική-τουρκική τάξη πραγμάτων. Αν κάποιες μειονότητες παραβίαζαν αυτή την κατάσταση, η αναγνώρισή τους εύκολα μετατρεπόταν σε καταστολή και διώξεις.