Αλέξανδρος K. Υψηλάντης
O Αλέξανδρος Κ. Υψηλάντης με τη στολή της Φιλικής Εταιρείας, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.
O Αλέξανδρος Υψηλάντης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1792 και πέθανε στην Βιέννη το 1828. Ήταν γιος του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, Κωνσταντίνου Υψηλάντη. Ανήκε στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου και διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα. Το 1813 σε ηλικία 21 έτους, με το βαθμό του συνταγματάρχη πολεμά στη μάχη της Δρέσδης, όπου χάνει το δεξί του χέρι. Το 1820, σε ηλικία 28 ετών, αναλαμβάνει την αρχηγία της Φιλικής εταιρίας, και ονομάζεται «Επίτροπος», που κατά την βυζαντινή εθιμοτυπία σήμαινε αντιβασιλέας, νόμιμος διάδοχος του θρόνου της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, και πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως. Την ίδια χρονιά τα μέλη της Φιλικής Εταιρίας τον αναγνωρίζουν ως “ Γενικόν Έφορον της Ελληνικής Εταιρίας. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εκδίδει αμέσως την προκήρυξη ανεξαρτησίας: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Παραιτείται από τον τσαρικό Στρατό, περνάει τον ποταμό Προύθο το Φεβρουάριο του 1821 και υψώνει τη σημαία της Επαναστάσεως στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας. Στο ναό των Τριών Ιεραρχών ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί τη επαναστατική σημαία με έμβλημα τον Σταυρό, και κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Υψηλάντη. Αμέσως διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων και υπογράφεται σε κτίριο στο Κισινάου της Μολδαβίας η Διακήρυξη προς το Έθνος και η πρόσκληση εθελοντών. Απ’όλη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία και συγκροτείται αμέσως ο Ιερός Λόχος, αποτελούμενος από 500 σπουδαστές. Η ορκωμοσία των ιερολοχιτών έγινε με τις φράσεις: “Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και της πατρίδος μου. Να φονεύσω και αυτόν τον ίδιον τον αδελφόν αν τον εύρω προδότην της πατρίδος… Να μην παραιτήσω τα όπλα προτού να ίδω ελευθέραν την πατρίδα μου και εξολοθρευμένους τους εχθρούς της…”. Τον Μάρτιο ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι, και αντιμετωπίζει τον οθωμανικό στρατό στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο. Ο Ιερός λόχος του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου τον Ιούνιο του 1821 και οι στρατιώτες άρχισαν να λιποτακτούν. Οργισμένος ο Υψηλάντης εξέδωσε προκήρυξη στην οποία χαρακτήριζε τους λιποτάκτες ανάνδρους. “ Τρέξατε εις τους Τούρκους, τους μόνους άξιους φίλους των φρονημάτων σας. Άνανδροι αγέλαι λαών”. Ο ίδιος (με τα δύο αδέλφια του) υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα και οι αυστριακοί για να τον παγιδεύσουν, τον εφοδίασαν με πλαστό διαβατήριο για να φύγει με το ψευδώνυμο Παλαιογενείδης. Τον συνέλαβαν, τον έκλεισαν στα ανθυγιεινά κελιά του μεσαιωνικού φρουρίου του Μουγκάτς στο οποίο υπέστη τα πάνδεινα, αφού ήταν γνωστή η σκληρή «μετερνιχική» πολιτική απέναντι σε επαναστάτες. Αποφυλακίστηκε με την παρέμβαση του Τσάρου όμως η υγεία ήταν πολύ κλονισμένη. Δύο μήνες μετά πεθαίνει στην Βιέννη σε ηλικία 36 ετών. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να έλθει στην ελεύθερη ελληνική γη. Έμαθε όμως ότι ο Καποδίστριας αναλαμβάνει κυβερνήτης της ελεύθερης πλέον Ελλάδος και χαρούμενος φώναξε “Δόξα σοι ο Θεός” και άρχισε να απαγγέλει με τά μάτια ψηλά στον ουρανό, το “Πάτερ ημών. Δεν επρόφθασε να το τελειώσει, έγειρε το κεφάλι του και πέθανε ήσυχος και ευτυχισμένος, που έμαθε ότι η πατρίς είναι ελεύθερη μετά από 400 έτη σκληρό τουρκικό ζυγό...