Αλέξανδρος Ι. Υψηλάντης

Αλέξανδρος Ι. Υψηλάντης

Ο Αλέξανδρος  Ι. Υψηλάντης.  Hγεμόνας της Βλαχίας  τα έτη 1774-1782,1796 και της Μολδαβίας τα έτη 1786-1788.

 

 Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (1726-1807) ήταν παιδί του Ιωάννη Υψηλάντη, που  τιμήθηκε με τον τίτλο του Αγά, και της Σμαράγδας  Μαμωνά η οποία καταγόταν από αρχαία Πελοποννησιακή οικογένεια. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης  με την σωφροσύνη, την παιδεία και την πολιτική  ικανότητα του εξελέχθη το  1774, Μέγας Διερμηνέας του Οθωμανικού κράτους. Ήταν  μειλίχιος στους τρόπους και ευθύς στην καρδιά, ειδήμων  της Ελληνικής, Γαλλικής, Ιταλικής, Τουρκικής, Αραβικής και Περσικής. Η διερμηνεία του διήρκεσε μόνο τριάντα πέντε ημέρες, αλλά κατά το βραχύ αυτό διάστημα, πρόσφερε την πιο σπουδαία από όλες τις  υπηρεσίες στην Ελλάδα, διότι  μόλις έγινε γνωστή στην Κωνσταντινούπολη η επανάσταση στη Πελοπόννησο  με Ρωσική υποκίνηση ο Σουλτάνος  Απτούλ Χαμίτ διέταξε την γενική κατά το κράτος σφαγή των Ελλήνων. Ο Υψηλάντης με τη βοήθεια του τότε Βεζίρη, ο οποίος είχε ευεργετηθεί κάποτε από Έλληνα  εκμεταλλεύτηκε την εύνοια του Σουλτάνου προς αυτόν και επέτυχε την ανάκληση της αγρίας εκείνης διαταγής, και έτσι έσωσε άπειρες κεφαλές από το σπαθί των δημίων. Διορισθείς ο Υψηλάντης μετέπειτα ηγεμών της Βλαχίας προκάλεσε το 1774 την έκδοση αυτοκρατορικού θεσπίσματος, μέσω του οποίου πιστοποιούνταν τα αρχαία προνόμια της ηγεμονίας ταύτης και εξασφαλίζονταν με αυτό τον τρόπο η ευημερία του Δακικού Κράτους, για το οποίο μόχθησε πάρα πολύ λαμβάνοντας μέρος στη διαπραγμάτευση της συνθήκης του Καϊναρτζικίου. Οι Βλάχοι είχαν ήδη εκλέξει ηγεμόνα τους κάποιον βογιάρον  καλούμενο Προσκοβάνον, και απέστειλαν στην Κωνσταντινούπολη Απεσταλμένους αιτούντες την επικύρωση  της εκλογής από την Πύλη αλλά όταν έμαθαν  την εκλογή του Υψηλάντου, ο οποίος  διεπραγματεύθη στη συνθήκη τόσο ευνοϊκούς υπέρ των ηγεμονιών όρους, ανακάλεσαν τους Απεσταλμένους και ομοφώνα εξέφρασαν την ευχαρίστηση τους για την εκλογή εκείνη.

Ο Αλέξανδρος  Ι. Υψηλάντης  ηγεμόνας της Βλαχίας (1774-1782, και 1796). Εδώ εικονίζεται μαζί με τη σύζυγο του Αικατερίνη Μουρούζη. Τοιχογραφία από τη Μονή Μάρκουτα στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας.

 

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης υπήρξε από τους πιο μορφωμένους της εποχής του. Με την άφιξη του στο Βουκουρέστι μαζί με τη σύζυγο του Αικατερίνη Μουρούζη, γυναίκα ενάρετη και πολύ μορφωμένη, ανέπτυξε την Ελληνική παιδεία, ρύθμισε το φορολογικό σύστημα, διοργάνωσε τον στρατό, εξέδωσε κώδικα, το οποίον συνέλλεξε κατά μεγάλο μέρος από τους Ελληνικούς νόμους, συνέστησε ταμείο ελέους, του οποίου τα κεφάλαια ήταν προορισμένα σε συντάξεις πτωχών και ορφανών. Ανύψωσε την Βλαχία εις τον πιο μεγάλο βαθμό της ανάπτυξης και ευημερίας. Επί της εποχής του το Βουκουρέστι κατέστη έδρα των Μουσών και  ο Ρήγας, ο Γοβδέλας, ο Βαρδαλάχος και οι λοιποί σοφοί Έλληνες συνήλθαν εκεί για να προετοιμάσουν το δημόσιο πνεύμα υπέρ της αναστάσεως του Έθνους. Προς τούτο ιδίως συνέστησε στρατό μόνιμο από εξήντα λόχους, από τους οποίους οι πενήντα οκτώ σχηματίζονταν αποκλειστικά από Έλληνες, οι άλλο δύο  από Βουλγάρους και Σέρβους.  Αλλά επειδή κάποιοι από τους Έλληνες αξιωματικούς του στρατού αυτού, έχοντας τη σύμφωνη γνώμη και των δύο υιών του Κωνσταντίνου και Δημήτριου, θέλησαν να υψώσουν την σημαία της επαναστάσεως με την ελπίδα  της Ρωσικής  συνδρομής. Μόλις μαθεύτηκε  στην Κωνσταντινούπολη, οι υιοί του αναγκάσθηκαν να δραπετεύσουν στην Τρανσυλβανία. Ο Αλέξανδρος προβλέποντας  τις συνέπειες, έστειλε την παραίτηση του από τον θρόνο της Βλαχίας  προσπαθώντας συνάμα να δικαιολογήσει και την απόδραση των υιών του .

Αλλά κάθε ενέργεια του ήταν μάταια εάν δεν παρέμβαινε ο τότε μέγας Βεζίρης Ίζέτ Αχμέτ Πάσας ο οποίος συνηγόρησε υπέρ του προς τον Σουλτάνο. Όταν το 1785 ο αυτοκράτωρ της Αυστρίας Ιωσήφ Β' και η αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β’ συμφωνήσαν κρυφά την εξαφάνιση του Τουρκικού κράτους ο Αλέξανδρος Υψηλάντης  μόλις το πληροφορήθηκε, συνέταξε σχέδιο υπέρ της ανεξαρτησίας της Ελλάδος και το υπέβαλλε στον αυτοκράτορα της Γερμανίας, το οποίο μετά χαράς δέχτηκε. Εν τω μεταξύ κηρύχθηκε από τους Τούρκους ο πόλεμος κατά τους Ρώσους . Τότε έπεσε στα  χέρια των Τούρκων η αλληλογραφία μεταξύ του Υψηλάντη και του αυτοκράτορα Ιωσήφ και  αναγκάσθηκε ο πρώτος να προσέλθει αιχμάλωτος στον πρίγκιπα του Κοβούργου, ο οποίος τον έστειλε στη Αυστρία όπου διέμεινε στο Βρούμ της Μοραβίας μέχρι τέλους του πολέμου. Διορίστηκε το 1796 από το Σουλτάνο Σελίμη για δεύτερη φορά ηγεμόνας της Βλαχίας, αναγκάσθηκε όμως μετά διετή ηγεμονία να παραιτηθεί, διότι το στέμμα πλέον, μετά την ανάμιξη της Ρωσίας στα εγχώρια πράγματα δεν είχε την παλιά λάμψη. ‘Εζησε  ως ιδιώτης στη Κωνσταντινούπολη, απολαμβάνοντας την υπόληψη πάντων, ιδιαίτερα  των ξένων πρέσβεων, οι οποίοι τον συμβουλεύονταν  εφ' όλων των σπουδαίων ζητημάτων.  Όταν  όμως μετά την κήρυξη του Ρωσικού πολέμου, ο Σουλτάνος κατηγόρησε τον υιό αυτού Κωνσταντίνο, ο οποίος τον διαδέχθηκε στην ηγεμονία της Βλαχίας, αντάρτη, τότε η ζωή του σεβασμίου γέροντος περιήλθε σε μέγιστο κίνδυνο. Τούτο βλέποντας ο πρεσβευτής της Αγγλίας διέταξε τον πλοίαρχο κάποιας αγγλικής φρεγάτας, στη Κωνσταντινούπολη τότε προσωρμισμένη, να αγκυροβολήσει μπροστά  στην οικία του και να του προσφέρει πάσα, προς σωτηρία εν ανάγκη, συνδρομή. Αλλά ενάντια σε κάθε προτροπή και παράκληση του Βρετανού πρέσβη ο Υψηλάντης αρνήθηκε να δραπετεύσει,  λέγοντας ότι γελοίος είναι ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος  σε ηλικία ογδονταοκτώ ετών  ζητεί ν' αποφύγει τον θάνατον με αυτόν τον τρόπο.  Αποδέχθηκε με προσευχή και με ειρηνικό τρόπο την τελευταία του ώρα και όντως συνελήφθη από την Τουρκική εξουσία και ρίχθηκε στη φυλακή όπου υπέστη κάθε είδους βασανιστήριο με χριστιανική υπομονή. Μόνο όταν ο δήμιος θέλησε να τον υποβάλει στην ποινή της μαστίγωσης αρνήθηκε να υποβληθεί σε αυτήν φωνάζοντας

«Αιδέσθητι άνθρωπον τον όποιον ό Σουλτάνος έτίμησε διά τουγίων. »1  

Έτσι καρατομήθηκε και η περιουσία του αξίας 5 εκατομμυρίων γροσίων δημεύτηκε προς όφελος του αυτοκρατορικού ταμείου.

1Τουγια ήταν η ουρά αλόγου που κρεμόταν πάνω στη σημαία  ενός διοικητή μεγάλης περιφέρειας. Αποδίδονταν ως τιμή από τον Σουλτάνο . Ο Πέης πασάς είχε δυο τούγιες ενώ ο Βεζίρης πασάς 3 τούγιες.

Πηγή:

Νεοελληνική Φιλολογία: Βιογραφία των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής εθνεγερσίας (1453-1821), Κωνσταντίνο N. Σάθα, σελ 550-551 , Αθήνα: Τυπογραφείο των τέκνων Ανδρέου Κορομηλά , 1868

Βιογραφίαι των Ελλήνων Μεγάλων Διερμηνέων του Οθωμανικού Κράτους, σελ. 135-141, υπό Επαμεινώνδα Ι. Σταματιάδη εκδιδόντος Κ. Τεφαρίκη, Αθήνησι τύποις Α. Κτενά και Π. Σούτσα, 1865